- κρυσταλλοειδως
- κρυσταλλοειδῶςκρυσταλλο-ειδῶςнаподобие льда, как лед
(στερέμνιος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στερέμνιος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρυσταλλοειδῶς — κρυσταλλοειδής like ice adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλοειδής — ές (AM κρυσταλλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο ή έχει τις ιδιότητες τού κρυστάλλου («κρυσταλλοειδὴς ἴασπις», Διοσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να πάθει κρυστάλλωση, επιδεκτικός κρυσταλλώσεως 2. χημ. το ουδ. ως ουσ. το κρυσταλλοειδές… … Dictionary of Greek